Ἀγύλλα

Ἀγύλλα
Ἀγύλλᾱ , Ἀγύλλη
fem nom/voc/acc dual
Ἀγύλλᾱ , Ἀγύλλη
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Άγυλλα — Αρχαία πόλη της Τυρρηνίας στην Ετρουρία, 30 χλμ. ΒΔ της Ρώμης. Ήταν αποικία των Θεσσαλών Πελασγών και αναφέρεται από τον Στράβωνα και τον Ηρόδοτο, που λέει (Α 167) πως οι Αγυλλαίοι, μετά τη ναυμαχία εναντίον των Φωκαέων (6ος αι. π.Χ.),… …   Dictionary of Greek

  • ЦЕРЕ —    • Caere,          у греков Άγυλλα, построенный будто бы пеласгами, один из 12 древних этрусских союзных городов, цветущий и сильный; у Вергилия столица Мезенция. Долгое время он был в дружбе и религиозном общении с Римом (отсюда, вероятно,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Καίρε — (Caere).Αρχαία πόλη της Ετρουρίας κοντά στον ποταμό Βατσίνα, στη θέση της σημερινής πόλης Τσερβετέρι. Αναφέρεται και με την ονομασία Κεραία. Αρχικά ονομαζόταν Αγύλλα και, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, η ίδρυσή της ανάγεται στους Πελασγούς.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”